- αστροπελέκι
- τοο κεραυνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αστραποπελέκι, με απλολογία (πρβλ. και αστραποπέλεκας-αστροπέλεκας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αστροπελέκι — το ο κεραυνός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απλολογία — Γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο αποβάλλεται ολόκληρη συλλαβή που έχει το ίδιο ή όμοιο σύμφωνο με άλλη παρακείμενη συλλαβή. Η α. είναι συλλαβική ανομοίωση. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η εκφώνηση συνεχόμενων συλλαβών, που έχουν τους ίδιους… … Dictionary of Greek
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek
κεραυνία — Απόδοση στα ελληνικά της ρωμαϊκής ονομασίας για τα προϊστορικά πέτρινα εργαλεία και όπλα. Υπήρχε η πεποίθηση γι’ αυτά πως έπεφταν μαζί με τον κεραυνό (λίθοι του κεραυνού). Πρώτος ο Πλίνιος διατύπωσε την υπόθεση πως τα εργαλεία αυτά έπεφταν με τον … Dictionary of Greek
κεραυνοβόλιον — κεραυνοβόλιον, τὸ (Α) [κεραυνοβολώ] ο κεραυνός, το αστροπελέκι … Dictionary of Greek
ξαναφέγγω — φέγγω ξανά («αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι», Σολωμ.) … Dictionary of Greek
περιπλέκω — ΝΜΑ 1. πλέκω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περιβάλλω κάτι πλέκοντας (α. «ούτε κισσός, π αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει, ούτ αστραπή που σβήνεται χωρίς αστροπελέκι», Βαλαωρ. β. «περιπλέξητε αὐτοῑς τὰ σκέλη περὶ τὴν γαστέρα», Λουκιαν.) 2. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… … Dictionary of Greek
απλολογία — η (γραμμ.), αποβολή μιας συλλαβής που έχει το ίδιο ή όμοιο σύμφωνο με διπλανή της, π.χ. «αστραποπελέκι» «αστροπελέκι», «διδάσκαλος» «δάσκαλος» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)